νοσήλια

νοσήλια
νοσήλιος
of
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοσηλίᾳ — νοσηλίᾱͅ , νοσήλιος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήλια — τα η δαπάνη που απαιτείται για τη νοσηλεία του αρρώστου: Τα νοσήλια των δημόσιων υπαλλήλων βαραίνουν το κράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοσήλιος — α, ο (ΑΜ νοσήλιος, ία, ον) [νοσηλός] νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νοσήλια χρηματική δαπάνη που απαιτείται για τη νοσηλεία τών ασθενών μσν. αρχ. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νόσο μσν. φρ. «νοσήλιον ψήγμα» καταπότι, χάπι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”